βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
ρικινέλαιο — το, Ν χημ. μη πτητικό έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού είδους Ricinus communis τού γένους Ρίκινος, αλλ. κικινέλαιο ή καστορέλαιο, κν. ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίκινος + έλαιο] … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
ρετσινόλαδο — το το καθαρτικό φάρμακο κικινέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)